- νεοπερσικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νέο περσικό κράτος το οποίο ιδρύθηκε από τους Σασανίδες μετά την κατάκτηση τής Περσίας από τον Μέγα Αλέξανδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek